- μονοδέρκτης
- μονο-δέρκτης, ὁ, mit einem Auge sehend, einäugig, vom Kyklopen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοδέρκτης — και δωρ. τ. μονοδέρκτας, ὁ (Α) αυτός που έχει μόνο έναν οφθαλμό, ο μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δέρκτης (< δέρκομαι «βλέπω καθαρά»] … Dictionary of Greek
μονοδέρκται — μονοδέρκτης one eyed masc nom/voc pl μονοδέρκτᾱͅ , μονοδέρκτης one eyed masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek